κατασοβαρεύομαι

κατασοβαρεύομαι
κατασοβαρεύομαι (AM)
καταφρονώ κάποιον, τού συμπεριφέρομαι αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + σοβαρεύομαι «συμπεριφέρομαι αλαζονικά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατασοβαρεύομαι — regard haughtily pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασοβαρεύεσθε — κατασοβαρεύομαι regard haughtily pres imperat mp 2nd pl κατασοβαρεύομαι regard haughtily pres ind mp 2nd pl κατασοβαρεύομαι regard haughtily imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασοβαρευόμενοι — κατασοβαρεύομαι regard haughtily pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασοβαρεύεσθαι — κατασοβαρεύομαι regard haughtily pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασοβαρεύονται — κατασοβαρεύομαι regard haughtily pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασοβαρεύσασθαι — κατασοβαρεύομαι regard haughtily aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”